Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπικαταφορά
ἐπικατάφορος
ἐπικαταχέω
ἐπικαταχρίω
ἐπικαταψάω
ἐπικαταψεύδομαι
ἐπικαταψήχω
ἐπικατεῖδον
ἐπικάτειμι
ἐπικατεράω
ἐπικατεργάζομαι
ἐπικατέρχομαι
ἐπικατέχω
ἐπικατηγορέω
ἐπικατηγόρημα
ἐπικατηγορία
ἐπικατοικέω
ἐπικατορθόω
ἐπικατορύσσομαι
ἐπικαττύω
ἐπικάτω
View word page
ἐπικατεργάζομαι
ἐπικατ-εργάζομαι, dub. sens. in Tab.Defix.Aud. 83 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπικατεργάζομαι
Headword (normalized):
ἐπικατεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
επικατεργαζομαι
IDX:
39642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39643
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικατ-εργάζομαι</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Defix.Aud.</span> 83 </span>.</div><br><br>'}