Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄλεισον
ἀλειτεία
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφα
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφεύς
ἀλείφιον
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκινός
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
View word page
ἀλείφιον
ἀλείφιον· ᾧ χρῶνται οἱ ἀλεῖπται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλείφιον
Headword (normalized):
ἀλείφιον
Headword (normalized/stripped):
αλειφιον
IDX:
3963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3964
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλείφιον·</span> <span class="foreign greek">ᾧ χρῶνται οἱ ἀλεῖπται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}