Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπικατάδυσις
ἐπικαταθέω
ἐπικαταθλάω
ἐπικαταιγίζω
ἐπικαταιόνησις
ἐπικαταίρω
ἐπικατακαίω
ἐπικατακλάω
ἐπικατακλίνω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακλώθω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικατακοιμίζομαι
ἐπικατακολουθέω
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλείπω
ἐπικατάληψις
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταλύω
ἐπικαταμένω
ἐπικαταμωκάομαι
View word page
ἐπικατακλώθω
ἐπικατα-κλώθω,
A). gloss on ἐπεκλώσαντο , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπικατακλώθω
Headword (normalized):
ἐπικατακλώθω
Headword (normalized/stripped):
επικατακλωθω
IDX:
39594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39595
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικατα-κλώθω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἐπεκλώσαντο</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}