Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλειπτήρ
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
ἀλείπτρια
ἄλειπτρον
ἀλείς
ἄλεισον
ἀλειτεία
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφα
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφεύς
ἀλείφιον
ἀλειφόβιος
View word page
ἀλειτεία
ἀλειτεία, ,
A). = ἀλίτημα , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλειτεία
Headword (normalized):
ἀλειτεία
Headword (normalized/stripped):
αλειτεια
IDX:
3954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3955
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλειτεία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀλίτημα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}