Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπικαθεύδω
έΨω
ἐπικαθηλόω
ἐπικάθημαι
ἐπικαθιζάνω
ἐπικαθίζω
ἐπικαθίημι
ἐπικαθικνέομαι
ἐπικάθισμα
ἐπικαθίστημι
ἐπικαθοράω
ἐπικαθυγραίνομαι
ἐπικαινίζω
ἐπικαινουργέω
ἐπικαινόω
ἐπικαίνυμαι
ἐπικαιρία
ἐπικαίριος
ἐπίκαιρος
ἐπικαίω
ἐπικακτίς
View word page
ἐπικαθοράω
ἐπικαθ-οράω,
A). v. ἐπικατεῖδον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπικαθοράω
Headword (normalized):
ἐπικαθοράω
Headword (normalized/stripped):
επικαθοραω
IDX:
39533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39534
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπικαθ-οράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπικατεῖδον</span> .</div> </div><br><br>'}