ἀλείπτης
ἀλείπ-της, ου, ὁ,
A). anointer: hence (cf. ἀλείφω 1 ) trainer in gymnasia, EN 1106b1 , , 27.7.1 Sammelb. 4224.7 (i B. C.), . 2.133b
2). metaph., οἱ ἀθληταὶ τῆς ἀρετῆς μὴ ψεύσαντες τοὺς ἀλείπτας νόμους ; 2.409 teacher, τῶν πολιτικῶν Per. 4 ; τῆς κακίας M. 1.298 .
3). Lat. aliptes, bath-attendant, . 6.422