Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιθεάζω
ἐπιθεάομαι
ἐπιθέατρον
ἐπιθειάζὠ
ἐπιθείασις
ἐπιθειασμός
ἐπιθειαστικός
ἐπιθέλγω
ἐπίθεμα
ἐπιθεμάτιον
ἐπιθεματισμός
ἐπίθεος
ἐπιθεραπεία
ἐπιθεράπευσις
ἐπιθεραπεύω
ἐπιθερμαίνομαι
ἐπιθεσία
ἐπίθεσις
ἐπιθέσοντας
ἐπιθεσπίζω
ἐπιθεσπισμός
View word page
ἐπιθεματισμός
ἐπιθεμ-ᾰτισμός, , = Lat.
A). augmentum, ib.


ShortDef

augmentum

Debugging

Headword:
ἐπιθεματισμός
Headword (normalized):
ἐπιθεματισμός
Headword (normalized/stripped):
επιθεματισμος
IDX:
39421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιθεμ-ᾰτισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">augmentum</span>, ib.</div> </div><br><br>'}