Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιέλδομαι
ἐπιελίκτωρ
ἐπιέλπομαι
ἐπίελπτος
ἐπιένατος
ἐπιενδέκατος
ἐπιεννεακαιδέκατος
ἐπιέννυμι
ἐπιεξηκοστοτέταρτος
ἐπιεπτακαιδέκατος
ἐπιεργάζομαι
ἐπίεργος
ἐπιέτεια
ἐπιετής
ἐπιέψεται
ἐπιζαρέω
ἐπιζάφελος
ἐπιζάω
ἐπιζείω
ἐπίζεμα
ἐπιζέννυμι
View word page
ἐπιεργάζομαι
ἐπιεργάζομαι,
A). v. ἐπεργάζομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιεργάζομαι
Headword (normalized):
ἐπιεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
επιεργαζομαι
IDX:
39350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39351
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιεργάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπεργάζομαι</span> .</div> </div><br><br>'}