Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπιείκοστος
ἐπιεικοστοτέταρτος
ἐπιεικοστότριτος
ἐπιεικτός
ἐπιειμένος
ἐπιείσομαι
ἐπιεκατοστοεικοστόγδοος
ἐπίεκτος
ἐπιέλδομαι
ἐπιελίκτωρ
ἐπιέλπομαι
ἐπίελπτος
ἐπιένατος
ἐπιενδέκατος
ἐπιεννεακαιδέκατος
ἐπιέννυμι
ἐπιεξηκοστοτέταρτος
ἐπιεπτακαιδέκατος
ἐπιεργάζομαι
ἐπίεργος
ἐπιέτεια
View word page
ἐπιέλπομαι
ἐπιέλπομαι
, Ep. for
ἐπέλπομαι
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιέλπομαι
Headword (normalized):
ἐπιέλπομαι
Headword (normalized/stripped):
επιελπομαι
IDX:
39342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39343
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιέλπομαι</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ἐπέλπομαι</span> (q.v.).</div><br><br>'}