ἐπιείσομαι
ἐπιείσομαι, ἐπιεισάμενος, only fut. and aor.,
A). rush, hasten to or against, τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω ; 11.367 ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας ; 15.504 ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασε ( v.l. 21.424 ἐπερεισαμένη ). (Cf. ε’ἴσομαι 11 : perh. fut. and aor. of (ἐπι-)(v).)