Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
ἐπιδιαιρετέον
ἐπιδιαιρέω
ἐπιδιαίτησις
ἐπιδιακατέχω
ἐπιδιάκειμαι
ἐπιδιακινδυνεύω
ἐπιδιακλύζω
ἐπιδιακονέω
ἐπιδιακρίνω
ἐπιδιάκρισις
ἐπιδιαλείπω
ἐπιδιαλλαγή
ἐπιδιαλλάσσω
ἐπιδιαλύω
View word page
ἐπιδιακατέχω
ἐπιδια-κατέχω,
A). control afterwards, Vett. Val. 246.21 .


ShortDef

control afterwards

Debugging

Headword:
ἐπιδιακατέχω
Headword (normalized):
ἐπιδιακατέχω
Headword (normalized/stripped):
επιδιακατεχω
IDX:
39203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιδια-κατέχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">control afterwards</span>, Vett. Val.<span class="bibl"> 246.21 </span>.</div> </div><br><br>'}