ἐπιδιαιρέω
ἐπιδιαιρ-έω, fut.
A). ελῶ PPetr. 2p.10 (iii B.C.):— divide, distribute, ἑκάστῳ ἄρτους ἑξήκοντα l.c., cf. ; 1.73.3 κρέα Schwyzer 726.33 (Milet., v B.C.); πολίτας ταῖς φράτραις ; 2.55 τοὺς στρατ ιώτας εἰς τὴν σατ ραπείαν ; 19.44 αὐτοῖς .. τοὺς ἱππέας ἐπιδιῄρει divided and sent againstthem, Hisp. 25 :— Med., of several, distribute among themselves, , 1.150 5.116 .
II).. make a crossincision in, ὑμένα . 12.522