ἐπιγελάω
ἐπιγελάω, fut. -άσομαι [ᾰ] Pr. 1.26 :
A). —laugh approvingly, γέλασαν δ’ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοί , cf. 23.840 Phd. 62a , Ap. 28 , etc.; ἐ. χορείαις smile upon, Th. 979 (lyr.); τινὶ σκ ώψαντι Char. 2.4 : abs., κύματα ἐπιγελᾷ break with a plashing sound, Pr. 931a35 ; στόματα ἐπιγελῶντα, of the mouths of rivers, (s.v.l.); 1.4.2 λόγοι ἐπιγελῶντες pleasant words, . 2.27f
2).. metaph., sparkle on the surface, ἐπεγέλασέ τις ὕλη τῷ μίγματι ap. . 1.49.44