Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπιβύστρα
ἐπιβύω
ἐπιβωθέω
ἐπιβωμίζω
ἐπιβώμιος
ἐπιβωμιοστατέω
ἐπιβωμίς
ἐπιβωμίτης
ἐπιβώσομαι
ἐπιβωστρέω
ἐπίβωτος
ἐπιβώτωρ
ἐπίγαιος
ἐπιγαιόω
ἐπιγαμβρεία
ἐπιγάμβρευμα
ἐπιγάμβρευσις
ἐπιγαμβρευτής
ἐπιγαμβρεύω
ἐπιγαμέω
ἐπιγαμία
View word page
ἐπίβωτος
ἐπίβωτος
,
ον
, Ion. for
ἐπιβόητος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπίβωτος
Headword (normalized):
ἐπίβωτος
Headword (normalized/stripped):
επιβωτος
IDX:
38999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39000
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπίβωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἐπιβόητος</span>.</div><br><br>'}