Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄατος
ἄατος
ἀάτυλον
ἀάω
ἄβα
ἄβαγνα
ἀβαθής
ἄβαθρος
ἀβαίνω
ἀβακέω
ἀβακηνούς
ἀβακής
ἀβάκητον
ἀβακίζομαι
ἀβάκιον
ἀβακίσκος
ἀβακλή
ἀβακοειδής
ἄβακτον
ἀβάκχευτος
ἀβακχίωτος
View word page
ἀβακηνούς
ἀβακηνούς·
τοὺς γυναικὶ μὴ ὁμιλήσαντας,
Phot.
,
AB
323
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀβακηνούς
Headword (normalized):
ἀβακηνούς
Headword (normalized/stripped):
αβακηνους
IDX:
38
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-39
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀβακηνούς·</span> <span class="foreign greek">τοὺς γυναικὶ μὴ ὁμιλήσαντας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 323 </span>.</div><br><br>'}