Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπηλυγισμός
ἐπῆλυξ
ἔπηλυς
ἐπηλυσία
ἐπήλυσις
ἐπηλύτης
ἐπημάτιος
ἐπημοιβός
ἐπημύω
ἐπηνέμιος
ἐπηνύγματα
ἐπῃόνιος
ἐπήορος
ἐπηπύω
ἐπήρανος
ἐπηρασία
ἐπήρατε
ἐπήρατος
ἐπηρεάζω
ἐπηρεασμός
ἐπηρεαστής
View word page
ἐπηνύγματα
ἐπηνύγματα,
A). v. ἐπηγκενίδες.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπηνύγματα
Headword (normalized):
ἐπηνύγματα
Headword (normalized/stripped):
επηνυγματα
IDX:
38825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπηνύγματα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπηγκενίδες.</span> </div> </div><br><br>'}