Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀλαπαδνός
ἀλαπαδνοσύνη
ἀλαπάζω
ἄλαρα
ἅλας
ἀλασταίνω
ἀλαστορία
ἀλάστορος
ἄλαστος
ἀλάστωρ
ἀλάτας
ἁλατίζω
ἁλατικόν
ἁλάτινος
ἁλάτιον
ἅλατο
ἁλατοπωλία
ἀλατρίας
ἀλαῶπις
ἀλαωπός
ἀλαωτύς
View word page
ἀλάτας
ἀλάτας
,
ἀλᾱτεία
, Dor. for
ἀλήτης, ἀλητεία
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀλάτας
Headword (normalized):
ἀλάτας
Headword (normalized/stripped):
αλατας
IDX:
3878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3879
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλάτας</span>, <span class="orth greek">ἀλᾱτεία</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἀλήτης, ἀλητεία</span>.</div><br><br>'}