Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπεσβολία
ἐπεσβόλος
ἐπεσθίω
ἐπέσθω
ἐπεσκεμμένως
ἐπεσκοτισμένως
ἐπεσπευσμένως
ἐπέσσηθον
ἐπεσσυμένως
ἐπεστεῖσαι
ἐπεστεώς
ἐπεστραμμένως
ἐπεσχάριος
ἐπεσχάρωσις
ἐπετειόκαρπος
ἐπετειόκαυλος
ἐπέτειος
ἐπετειοφορέω
ἐπετειοφόρος
ἐπετειόφυλλος
ἐπέτεος
View word page
ἐπεστεώς
ἐπεστεώς, Ion. pf. part. of ἐφίστημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπεστεώς
Headword (normalized):
ἐπεστεώς
Headword (normalized/stripped):
επεστεως
IDX:
38749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38750
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπεστεώς</span>, Ion. pf. part. of <span class="foreign greek">ἐφίστημι.</span> </div><br><br>'}