Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἔπερος
ἐπερρώπτης
ἐπερύω
ἐπέρχομαι
ἐπερωτάω
ἐπερώτημα
ἐπερώτησις
ἐπερωτητής
ἐπές
ἔπεσα
ἔπεσαν
ἐπεσβολέω
ἐπεσβολία
ἐπεσβόλος
ἐπεσθίω
ἐπέσθω
ἐπεσκεμμένως
ἐπεσκοτισμένως
ἐπεσπευσμένως
ἐπέσσηθον
ἐπεσσυμένως
View word page
ἔπεσαν
ἔπεσαν
, Ep. for
ἐπῆσαν,
3 pl. impf. of
ἔπειμι
(A).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔπεσαν
Headword (normalized):
ἔπεσαν
Headword (normalized/stripped):
επεσαν
IDX:
38737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38738
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔπεσαν</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ἐπῆσαν,</span> 3 pl. impf. of <span class="foreign greek">ἔπειμι</span> (A).</div><br><br>'}