Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπερεθίζω
ἐπερεθισμός
ἐπερείδω
ἐπέρεισις
ἐπέρεισμα
ἐπερεισμός
ἐπερειστικός
ἐπερέομαι
ἐπερεύγομαι
ἐπερέφω
ἐπέρομαι
ἔπερος
ἐπερρώπτης
ἐπερύω
ἐπέρχομαι
ἐπερωτάω
ἐπερώτημα
ἐπερώτησις
ἐπερωτητής
ἐπές
ἔπεσα
View word page
ἐπέρομαι
ἐπέρομαι,
A). v. ἐπείρομαι.


ShortDef

to ask besides

Debugging

Headword:
ἐπέρομαι
Headword (normalized):
ἐπέρομαι
Headword (normalized/stripped):
επερομαι
IDX:
38726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπέρομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπείρομαι.</span> </div> </div><br><br>'}