Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπέπλως
ἐπεποίθει
ἐπεπόνθει
ἐπέπταρε
ἐπέπτατο
ἐπέπω
ἐπέραστος
ἔπεργα
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἐπεργαστικός
ἔπεργος
ἐπερεθίζω
ἐπερεθισμός
ἐπερείδω
ἐπέρεισις
ἐπέρεισμα
ἐπερεισμός
ἐπερειστικός
ἐπερέομαι
ἐπερεύγομαι
View word page
ἐπεργαστικός
ἐπεργ-αστικός, prob.
A). f.l. for ἐπηρεαστικός , AP 5.177 tit.( Mel.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπεργαστικός
Headword (normalized):
ἐπεργαστικός
Headword (normalized/stripped):
επεργαστικος
IDX:
38714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38715
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπεργ-αστικός</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἐπηρεαστικός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.177 </span> tit.(<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mel.</span></span>).</div> </div><br><br>'}