Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
ἐπεξορκίζω
ἐπεξορύσσω
ἐπεξουσιαστής
ἐπέοικα
ἐπέπιθμεν
ἐπέπλως
ἐπεποίθει
ἐπεπόνθει
ἐπέπταρε
ἐπέπτατο
ἐπέπω
ἐπέραστος
ἔπεργα
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἐπεργαστικός
ἔπεργος
ἐπερεθίζω
ἐπερεθισμός
View word page
ἐπέπταρε
ἐπέπτᾰρε, v. ἐπιπταίρω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπέπταρε
Headword (normalized):
ἐπέπταρε
Headword (normalized/stripped):
επεπταρε
IDX:
38707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38708
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπέπτᾰρε</span>, v. <span class="orth greek">ἐπιπταίρω.</span> </div><br><br>'}