Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
ἐπεξορκίζω
ἐπεξορύσσω
ἐπεξουσιαστής
ἐπέοικα
ἐπέπιθμεν
ἐπέπλως
ἐπεποίθει
ἐπεπόνθει
ἐπέπταρε
ἐπέπτατο
ἐπέπω
ἐπέραστος
ἔπεργα
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἐπεργαστικός
ἔπεργος
ἐπερεθίζω
View word page
ἐπεπόνθει
ἐπεπόνθει,
A). v. πάσχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπεπόνθει
Headword (normalized):
ἐπεπόνθει
Headword (normalized/stripped):
επεπονθει
IDX:
38706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38707
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπεπόνθει</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πάσχω.</span> </div> </div><br><br>'}