Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπεξιακχάξω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
ἐπεξορκίζω
ἐπεξορύσσω
ἐπεξουσιαστής
ἐπέοικα
ἐπέπιθμεν
ἐπέπλως
ἐπεποίθει
ἐπεπόνθει
ἐπέπταρε
ἐπέπτατο
ἐπέπω
ἐπέραστος
ἔπεργα
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἐπεργαστικός
ἔπεργος
View word page
ἐπεποίθει
ἐπεποίθει,
A). v. πείθω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπεποίθει
Headword (normalized):
ἐπεποίθει
Headword (normalized/stripped):
επεποιθει
IDX:
38705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38706
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπεποίθει</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πείθω.</span> </div> </div><br><br>'}