Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπεξῆς
ἐπεξιακχάξω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
ἐπεξορκίζω
ἐπεξορύσσω
ἐπεξουσιαστής
ἐπέοικα
ἐπέπιθμεν
ἐπέπλως
ἐπεποίθει
ἐπεπόνθει
ἐπέπταρε
ἐπέπτατο
ἐπέπω
ἐπέραστος
ἔπεργα
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἐπεργαστικός
View word page
ἐπέπλως
ἐπέπλως,
A). v. ἐπιπλέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπέπλως
Headword (normalized):
ἐπέπλως
Headword (normalized/stripped):
επεπλως
IDX:
38704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38705
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπέπλως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπιπλέω.</span> </div> </div><br><br>'}