ἐπενδύνω
ἐπεν-δύνω [ῡ] or ἐπεν-δύω,
A). put on over, ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα :— Med., 1.195 -σάμενος χιτῶνα AJ 3.7.4 ; πολλὰ σώματα Thphr. p.60 :— Pass. (with aor. 2 part. -δύντες AJ 5.1.12 ), have on over, ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Pel. 11 .