Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπεισδέχομαι
ἐπείσειμι
ἐπεισέλευσις
ἐπεισενεκτέον
ἐπεισέρπω
ἐπεισέρρω
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισηγέομαι
ἐπείσθεσις
ἐπεισθρῴσκω
ἐπείσιον
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκομίζω
ἐπεισκρίνομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκύκλησις
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισοδιάζω
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
View word page
ἐπείσιον
ἐπείσιον,
A). v. ἐπίσιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπείσιον
Headword (normalized):
ἐπείσιον
Headword (normalized/stripped):
επεισιον
IDX:
38515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38516
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπείσιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπίσιον.</span> </div> </div><br><br>'}