Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγαυρός
ἀγάφθεγκτος
ἀγάω
ἄγγαρα
ἀγγαρεία
ἀγγαρευτής
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήιος
ἄγγαρος
ἀγγαροφορέω
ἄγγατος
ἀγγείδιον
ἀγγειολογέω
ἀγγεῖον
ἀγγειοτομία
ἀγγειώδης
ἀγγελία
ἀγγελιαφορέω
ἀγγελιαφόρος
ἀγγελικός
ἀγγελιώτης
View word page
ἄγγατος
ἄγγατος· τὸ εἰς ἀναδενδράδα ξύλον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄγγατος
Headword (normalized):
ἄγγατος
Headword (normalized/stripped):
αγγατος
IDX:
384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-385
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄγγατος·</span> <span class="foreign greek">τὸ εἰς ἀναδενδράδα ξύλον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}