Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἔπειμι1
ἔπειμι2
ἐπείνυσθαι
ἐπείξιμος
ἔπειξις
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπείρομαι
ἐπειρύω
ἐπειρωνεύομαι
ἐπειρωτάω
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπεισακτέον
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπεισβιάζομαι
ἐπεισδέχομαι
View word page
ἐπειρωτάω
ἐπειρωτάω
or
ἐπειξ-έω
,
ἐπειρώτημα
,
ἐπείξ-ησις
, Ion. for
ἐπερ-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπειρωτάω
Headword (normalized):
ἐπειρωτάω
Headword (normalized/stripped):
επειρωταω
IDX:
38495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38496
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπειρωτάω</span> or <span class="orth greek">ἐπειξ-έω</span>, <span class="orth greek">ἐπειρώτημα</span>, <span class="orth greek">ἐπείξ-ησις</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἐπερ-.</span> </div><br><br>'}