Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπεικάδες
ἐπεικάζω
ἐπεικασμός
ἐπείκεια
ἐπείκελος
ἐπείκοστον
ἐπεικτάς
ἐπεικτέον
ἐπείκτης
ἐπεικτικός
ἐπεικώς
ἐπειλέω
ἐπείλησις
ἔπειμι1
ἔπειμι2
ἐπείνυσθαι
ἐπείξιμος
ἔπειξις
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπείρομαι
View word page
ἐπεικώς
ἐπεικώς, Att. part. of ἐπέοικα (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπεικώς
Headword (normalized):
ἐπεικώς
Headword (normalized/stripped):
επεικως
IDX:
38482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38483
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπεικώς</span>, Att. part. of <span class="foreign greek">ἐπέοικα</span> (q. v.).</div><br><br>'}