Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπειδέ
ἐπειδή
ἐπεῖδον
ἐπεὶ2
ἐπεικάδες
ἐπεικάζω
ἐπεικασμός
ἐπείκεια
ἐπείκελος
ἐπείκοστον
ἐπεικτάς
ἐπεικτέον
ἐπείκτης
ἐπεικτικός
ἐπεικώς
ἐπειλέω
ἐπείλησις
ἔπειμι1
ἔπειμι2
ἐπείνυσθαι
ἐπείξιμος
View word page
ἐπεικτάς
ἐπεικ-τάς· ὑπόσχεσις, σπουδή, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπεικτάς
Headword (normalized):
ἐπεικτάς
Headword (normalized/stripped):
επεικτας
IDX:
38478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38479
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπεικ-τάς·</span> <span class="foreign greek">ὑπόσχεσις, σπουδή,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}