Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπείγω
ἐπειγωλή
ἐπειδάν
ἐπειδέ
ἐπειδή
ἐπεῖδον
ἐπεὶ2
ἐπεικάδες
ἐπεικάζω
ἐπεικασμός
ἐπείκεια
ἐπείκελος
ἐπείκοστον
ἐπεικτάς
ἐπεικτέον
ἐπείκτης
ἐπεικτικός
ἐπεικώς
ἐπειλέω
ἐπείλησις
ἔπειμι1
View word page
ἐπείκεια
ἐπείκεια, ἐπεικής,
A). v. ἐπιεικ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπείκεια
Headword (normalized):
ἐπείκεια
Headword (normalized/stripped):
επεικεια
IDX:
38475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπείκεια</span>, <span class="orth greek">ἐπεικής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπιεικ-.</span> </div> </div><br><br>'}