Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπεγκελεύω
ἐπεγκεράννυμαι
ἐπεγκλάω
ἐπέγκλημα
ἐπεγκλίνω
ἐπεγκολάπτω
ἐπεγκρανίς
ἐπεγκρεμάννυμαι
ἐπεγκυκλέω
ἐπεγκύκλιος
ἐπεγνωσμένως
ἐπεγρόμην
ἐπεγχαλάω
ἐπεγχάσκω
ἐπεγχειρέω
ἐπεγχέω
ἐπεγχυματίζω
ἐπεγχύνω
ἐπεγχύτης
ἐπέδραμον
ἐπέδρη
View word page
ἐπεγνωσμένως
ἐπεγνωσμένως, Adv.,(ἐπιγιγνώσκω)
A). = ᾠκειωμένως , Zonar.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπεγνωσμένως
Headword (normalized):
ἐπεγνωσμένως
Headword (normalized/stripped):
επεγνωσμενως
IDX:
38451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38452
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπεγνωσμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">ἐπιγιγνώσκω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ᾠκειωμένως</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}