Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀλάθητος
ἀλαίνω
ἀλαιός
ἀλάκητον
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλαγμός
ἄλαλαγξ
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλαλατός
ἀλαλάω
ἀλαλή
ἀλάλημαι
ἀλάλητος
ἀλαλητός
ἀλαλία
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκομενεύς
Ἀλαλκομένιος
View word page
ἀλαλατός
ἀλᾰλᾱτός
,
ὁ
, Dor. for
ἀλαλητός
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀλαλατός
Headword (normalized):
ἀλαλατός
Headword (normalized/stripped):
αλαλατος
IDX:
3844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3845
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλᾰλᾱτός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἀλαλητός</span>.</div><br><br>'}