Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄλαζα
ἀλαζονεία
ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονίας
ἀλαζονικός
ἀλαζονοχαυνοφλύαρος
ἀλαζοσύνη
ἀλαζών
ἀλάθεια
ἀλαθείς
ἀλάθητος
ἀλαίνω
ἀλαιός
ἀλάκητον
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλαγμός
ἄλαλαγξ
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
View word page
ἀλαθείς
ἀλᾱθείς, v. sub ἀλάομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλαθείς
Headword (normalized):
ἀλαθείς
Headword (normalized/stripped):
αλαθεις
IDX:
3833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3834
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλᾱθείς</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀλάομαι</span>.</div><br><br>'}