Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁλάδρομος
ἄλαζα
ἀλαζονεία
ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονίας
ἀλαζονικός
ἀλαζονοχαυνοφλύαρος
ἀλαζοσύνη
ἀλαζών
ἀλάθεια
ἀλαθείς
ἀλάθητος
ἀλαίνω
ἀλαιός
ἀλάκητον
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλαγμός
ἄλαλαγξ
ἀλαλάζω
View word page
ἀλάθεια
ἀλάθεια, ἀλᾱθής, Dor. for ἀλήθ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλάθεια
Headword (normalized):
ἀλάθεια
Headword (normalized/stripped):
αλαθεια
IDX:
3832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3833
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλάθεια</span>, <span class="orth greek">ἀλᾱθής</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἀλήθ-.</span> </div><br><br>'}