Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔπαρμα
ἐπάρμενος
ἔπαρμον
ἐπαρνέομαι
ἔπαρξις
ἐπαρότης
ἐπαρούριον
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
ἐπαρτείνη
ἐπαρτηίαν
ἐπαρτής
ἐπαρτίζω
ἐπαρτικός
ἐπαρτύω
ἐπαρυστήρ
ἐπαρυστρίς
ἐπαρύτω
ἐπαρχεία
ἐπαρχεῖον
View word page
ἐπαρτείνη
ἐπαρτ-είνη· εὐπρεπίνη, Hsch. (fort. ἐπαρτέϊ· εὐτρεπεῖ νηΐ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπαρτείνη
Headword (normalized):
ἐπαρτείνη
Headword (normalized/stripped):
επαρτεινη
IDX:
38325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38326
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπαρτ-είνη·</span> <span class="foreign greek">εὐπρεπίνη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">ἐπαρτέϊ· εὐτρεπεῖ νηΐ</span>).</div><br><br>'}