Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπαριστερότης
Ἐπάριτοι
ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἔπαρμα
ἐπάρμενος
ἔπαρμον
ἐπαρνέομαι
ἔπαρξις
ἐπαρότης
ἐπαρούριον
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
ἐπαρτείνη
ἐπαρτηίαν
ἐπαρτής
View word page
ἔπαρμον
ἔπαρμον·
σῶμα κάθυγρον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔπαρμον
Headword (normalized):
ἔπαρμον
Headword (normalized/stripped):
επαρμον
IDX:
38317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38318
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔπαρμον·</span> <span class="foreign greek">σῶμα κάθυγρον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}