Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπαρίστερος
ἐπαριστερότης
Ἐπάριτοι
ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἔπαρμα
ἐπάρμενος
ἔπαρμον
ἐπαρνέομαι
ἔπαρξις
ἐπαρότης
ἐπαρούριον
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
ἐπαρτείνη
ἐπαρτηίαν
View word page
ἐπάρμενος
ἐπάρμενος,
A). v. ἐπαραρίσκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπάρμενος
Headword (normalized):
ἐπάρμενος
Headword (normalized/stripped):
επαρμενος
IDX:
38316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38317
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπάρμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπαραρίσκω.</span> </div> </div><br><br>'}