ἐπάρδω
ἐπάρδ-ω,
A). irrigate, An. 4.6.5 : metaph., ἐ. ἀρεταῖς τὴν ψυχήν Am. 45 , cf. 4 Ma. 1.29 , ; 6.7.33 ὁ δικαστὴς τὰ δίκαια ἐ. τοῖς ἐντευξομένοις ; 2.345 Ἀττικὰ ἐ. τὰ νάματα [τῇ ψυχῇ] Ecl. 32.6 :— Pass., BJ 4.8.3 ; of the body by nourishment, . 102b