Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπανοίκτης
ἐπανοίκτωρ
ἐπάνοιξις
ἐπανοιστέον
ἐπανορθόω
ἐπανόρθωμα
ἐπανόρθωσις
ἐπανορθωτέος
ἐπανορθωτής
ἐπανορθωτικός
ἐπαντέλλω
ἐπάντης
ἐπαντιάζω
ἐπαντίθετος
ἐπαντλαῖος
ἐπαντλέω
ἐπάντλημα
ἐπάντλησις
ἐπαντλησμός
ἐπαντλητέον
ἐπαντλητός
View word page
ἐπαντέλλω
ἐπαντέλλω, poet. and Ion. for ἐπανατελλω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπαντέλλω
Headword (normalized):
ἐπαντέλλω
Headword (normalized/stripped):
επαντελλω
IDX:
38231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-38232
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπαντέλλω</span>, poet. and Ion. for <span class="foreign greek">ἐπανατελλω.</span> </div><br><br>'}