Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπακριβόω
ἐπακρίδες
ἐπακρίζω
ἐπάκριος
ἐπακροάομαι
ἐπακροατής
ἔπακρος
ἐπακταῖος
ἐπακτέον
ἐπακτήρ
ἐπακτήρεσιν
ἐπακτικός
ἐπάκτιος
ἐπακτός
ἐπακτρεύς
ἐπακτρίς
ἐπακτροκέλης
ἔπακτρον
ἐπαλαζονεύομαι
ἐπαλαλάζω
ἐπαλαλκέμεν
View word page
ἐπακτήρεσιν
ἐπακ-τήρεσιν·
ἀλλεπαλλήλοις, συνεχέσιν,
Hsch.
(Leg.
ἐπασσυτέροισιν.
)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπακτήρεσιν
Headword (normalized):
ἐπακτήρεσιν
Headword (normalized/stripped):
επακτηρεσιν
IDX:
37941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37942
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπακ-τήρεσιν·</span> <span class="foreign greek">ἀλλεπαλλήλοις, συνεχέσιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Leg. <span class="foreign greek">ἐπασσυτέροισιν.</span>)</div><br><br>'}