Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπακολουθέω
ἐπακολούθημα
ἐπακολούθησις
ἐπακολουθητέον
ἐπακολουθητικός
ἐπακολουθήτρια
ἐπακόλουθος
ἐπακονάω
ἐπακοντίζω
ἐπακοντιστής
ἐπάκοος
ἐπακουός
ἐπάκουσις
ἐπακουστός
ἐπακούω
ἐπακριβής
ἐπακριβόω
ἐπακρίδες
ἐπακρίζω
ἐπάκριος
ἐπακροάομαι
View word page
ἐπάκοος
ἐπάκοος
, Dor. for
ἐπήκοος
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπάκοος
Headword (normalized):
ἐπάκοος
Headword (normalized/stripped):
επακοος
IDX:
37925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37926
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπάκοος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἐπήκοος</span> (q.v.).</div><br><br>'}