Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκυρολογέω
ἀκυρολόγητος
ἀκυρολογία
ἄκυρος
ἀκυρότης
ἀκυρόω
ἀκυροωσία
ἀκυρόωσις
ἀκυρόωτος
ἄκυτος
ἀκχαλίβαρ
ἀκχός
ἀκωδώνιστος
ἀκωκή
ἀκώλιστος
ἄκωλος
ἀκώλυτος
ἀκώμαστος
ἀκωμῴδητος
ἄκων1
ἄκων2
View word page
ἀκχαλίβαρ
ἀκχαλίβαρ· κράββατος ( Lacon.), Hsch. ἀκχημονικά· καὶ κακοπαθήεντα, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκχαλίβαρ
Headword (normalized):
ἀκχαλίβαρ
Headword (normalized/stripped):
ακχαλιβαρ
IDX:
3791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3792
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκχαλίβαρ·</span> <span class="foreign greek">κράββατος</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀκχημονικά·</span> <span class="foreign greek">καὶ κακοπαθήεντα</span>, Id.</div><br><br>'}