Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑορταστής
ἑορταστικός
ἑορτή
ἑορτικός
ἑορτίς
ἑορτολόγιον
ἑορτώδης
ἑορτών
ἑός
vέος
ἐοσσητήρ
ἑοῦ
ἐπαβελτερόω
ἐπάγαθος
ἐπαγαίομαι
ἐπαγαλλιάζων
ἐπαγάλλομαι
ἐπαγανακτέω
ἐπαγάνωσις
ἐπαγγαλιάζων
ἐπαγγελία
View word page
ἐοσσητήρ
ἐοσσητήρ· ἐπίκουρος, τιμωρός, ἀντὶ τοῦ ἀοσσητήρ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐοσσητήρ
Headword (normalized):
ἐοσσητήρ
Headword (normalized/stripped):
εοσσητηρ
IDX:
37805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐοσσητήρ·</span> <span class="foreign greek">ἐπίκουρος, τιμωρός, ἀντὶ τοῦ ἀοσσητήρ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}