Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξώστρα
ἐξωστῷον
ἐξωτάτω
ἐξωτεριαῖος
ἐξωτερικός
ἐξωτέρω
ἐξωτικός
ἐξωφανής
ἐξώφορος
ἐξωχείριον
ἐξωχειριότης
ἔξωχρος
εὀ
ἕο
ἔοι
ἔοικα
ἐοικότως
ἑοῖο
ἔοις
ἐοῖσα
ἐόλει
View word page
ἐξωχειριότης
ἐξω-χειριότης, = Lat.
A). emancipatio, ibid.


ShortDef

emancipatio

Debugging

Headword:
ἐξωχειριότης
Headword (normalized):
ἐξωχειριότης
Headword (normalized/stripped):
εξωχειριοτης
IDX:
37769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37770
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξω-χειριότης</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">emancipatio,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}