Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξωμίζω
ἐξωμίς
ἔξωμος
ἐξωμοσία
ἐξωνέομαι
ἐξώνυχον
ἐξώπιος
ἐξώπροικα
ἐξωπυλῖται
ἐξώπυλος
ἐξωραϊσμένον
ἐξωριάζω
ἔξωρος
ἑξώροφος
ἐξῶρτο
ἔξωσις
ἔξωσμα
ἐξώστης
ἐξωστικός
ἐξώστρα
ἐξωστῷον
View word page
ἐξωραϊσμένον
ἐξωραϊσμένον· κεκοσμημένον, κεκαλλωπισμένον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξωραϊσμένον
Headword (normalized):
ἐξωραϊσμένον
Headword (normalized/stripped):
εξωραισμενον
IDX:
37750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37751
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξωραϊσμένον·</span> <span class="foreign greek">κεκοσμημένον, κεκαλλωπισμένον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}