ἐξοικειόω
ἐξοικ-ειόω,
A). appropriate, assimilate, μένε μέχρι -ειώσῃς σεαυτῷ καὶ ταῦτα, ὡς ὁ ἐρρωμένος στόμαχος πάντα -ειοῖ , cf. 10.31 ( Pass.):— Med., 1.46 appropriate, χώραν ; 4.1.8 conciliate, win over, ; 5.4.12 ἀνθρώπους μεταδόσει , cf. 2.3.4 BJ 1.8.9 ; ὄχλον εἴς τι . 2.529
2). Pass., ἐξοικειοῦσθαί τινι adapt oneself to one, . 2.649e
II). reduce to its proper nature, . 14.298