Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκτεροί
ἀκτή1
ἀκτή2
ἀκτῆ3
ἀκτημοσύνη
ἀκτήμων
ἀκτήν
ἀκτηρίς
ἄκτητος
ἀκτινείδωλον
ἀκτίνη
ἀκτινηδόν
ἀκτινοβολέω
ἀκτινοβολία
ἀκτινοβόλος
ἀκτινογραφία
ἀκτινοειδής
ἀκτινοκράτωρ
ἄκτινος
ἀκτινοφόρος
ἀκτινοχαῖτις
View word page
ἀκτίνη
ἀκτίνη, ,
A). = βούνιον , Ps.- Dsc. 4.123 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκτίνη
Headword (normalized):
ἀκτίνη
Headword (normalized/stripped):
ακτινη
IDX:
3736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3737
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκτίνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βούνιον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.123 </span>.</div> </div><br><br>'}