Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐξηττάομαι
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
ἐξήχησις
ἐξηχία
ἔξηχος
ἐξιάλλω
ἐξιάομαι
ἐξιατέον
ἐξιατρός
ἐξιδιάζομαι
ἐξιδιασμός
ἐξιδιόομαι
ἐξιδιοποιέομαι
ἐξιδιοποίησις
ἐξιδίω
ἐξιδρόω
ἐξιδρύω
ἐξίδρωσις
ἐξιεριστεύω
View word page
ἐξιατρός
ἐξῑ-ατρός·
ἐκθυτικός,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξιατρός
Headword (normalized):
ἐξιατρός
Headword (normalized/stripped):
εξιατρος
IDX:
37354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37355
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξῑ-ατρός·</span> <span class="foreign greek">ἐκθυτικός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}